μηνιγγόκοκκος

μηνιγγόκοκκος
ο
(μικρβλ.) βλ. μηνιγγιτιδόκοκκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μήνιγγα — η (Α μῆνιγξ, ιγγος) καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό νεοελλ. στον πληθ. οι μήνιγγες ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια αρχ. 1. το τύμπανο… …   Dictionary of Greek

  • μηνιγγιτιδόκοκκος — και μηνιγγόκοκκος, ο (μικρβλ.) κοινή ονομασία τού βακτηριακού είδους neisseria meningitidis αιτιολογικού παράγοντα τής μηνιγγιτιδοκοκκικής μηνιγγίτιδας στον άνθρωπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”